ἐγκωμιαστικός

ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμι-αστικός, ή, όν,
A panegyrical, Arist.Rh.Al.1421b9, Plb.8.11.2, Ph.2.31; -ικόν, τό, Plu.2.743d, Longin.8.3, Demetr.Eloc.120. Adv. -

κῶς Poll.4.26

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκωμιαστικός — panegyrical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκωμιαστικός — ή, ό (AM ἐγκωμιαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν α) εγκώμιο β) είδος ρητορικού λόγου …   Dictionary of Greek

  • εγκωμιαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται σε εγκώμιο, επαινετικός, υμνητικός: Εγκωμιαστικά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκωμιαστικά — ἐγκωμιαστικός panegyrical neut nom/voc/acc pl ἐγκωμιαστικά̱ , ἐγκωμιαστικός panegyrical fem nom/voc/acc dual ἐγκωμιαστικά̱ , ἐγκωμιαστικός panegyrical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικώτερον — ἐγκωμιαστικός panegyrical adverbial comp ἐγκωμιαστικός panegyrical masc acc comp sg ἐγκωμιαστικός panegyrical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικῶν — ἐγκωμιαστικός panegyrical fem gen pl ἐγκωμιαστικός panegyrical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικόν — ἐγκωμιαστικός panegyrical masc acc sg ἐγκωμιαστικός panegyrical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικαῖς — ἐγκωμιαστικός panegyrical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικαί — ἐγκωμιαστικός panegyrical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικοῖς — ἐγκωμιαστικός panegyrical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικοί — ἐγκωμιαστικός panegyrical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”